Delusions of grandeur. Μέρος 6ο

Παραμερίζω τις κουρτίνες και βγαίνω από τα παρασκήνια. Λίγα χλιαρά χειροκροτήματα με υποδέχονται. Ο Χάρης μου παραδίδει το μικρόφωνο. Με χτυπά στην πλάτη με οίκτο και αποσύρεται, δίχως να πει κουβέντα. Παίρνω τη θέση μου στο κέντρο της σκηνής. Το φως με τυφλώνει και πάλι. Ξεχωρίζω πιο πολύ τις μορφές των ανθρώπων, παρά τους ίδιους και τις μετράω περισσότερες από όσες ήταν στο πρώτο μέρος. Στα αυτιά μου ηχούν μια γενική ανησυχία και βαβούρα που επιβεβαιώνουν όσα με δυσκολία διακρίνουν τα μάτια μου. Τσεκάρω για τους Dalton και τους βρίσκω στο ίδιο σημείο που τους άφησα, το ίδιο ξενέρωτους.

Πιέζω τον εαυτό μου να μιλήσω. Κάθε λέξη μου είναι αποτέλεσμα αυτής της πίεσης. Προσπαθώ σκληρά να αγνοήσω τη φωνή μέσα μου, που μου φωνάζει να τα παρατήσω όλα και να γυρίσω στα παρασκήνια. Η προσπάθεια γίνεται δυσκολότερη, γιατί, όσο περνά η ώρα, τα επιχειρήματα της φωνής φαντάζουν όλο και πιο λογικά. Κανείς δε διασκεδάζει, κανείς δεν αισθάνεται άνετα. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, δε με θέλουν να βρίσκομαι εκεί. Εγώ ο ίδιος δε θέλω να βρίσκομαι εκεί.

Γνωρίζω βέβαια ότι δεν γίνεται απλά να τα παρατήσω. Έχω αναλάβει μια υποχρέωση. Θα πληρωθώ για την παράσταση. Υπάρχει κόσμος που ήρθε να παρακολουθήσει την παράσταση. Χωρίς να έχει σημασία πόσοι είναι αυτοί, αν εμφανίστηκαν από περιέργεια ή γνωρίζοντας τι θα δουν και ούτε το αν ήταν δυσαρεστημένοι ή ευχαριστημένοι με αυτό που παρακολουθούσαν. Έχω μπλέξει τον Χάρη στην ιστορία. Τις πλάτες μας βαραίνει ένα ολόκληρο ταξίδι που κάναμε μέχρι να φτάσουμε, ενώ μας περιμένει και αυτό της επιστροφής. Οι όποιες ψευδαισθήσεις είχα στο μυαλό μου διαλύονται και καταλαβαίνω πλέον πως πρόκειται για δουλειά.

“Αυτή είναι η δουλειά μου τώρα”, σκέφτομαι και με πιάνει κατάθλιψη, γιατί περίμενα ότι το να είσαι stand up κωμικός θα ήταν μια διασκεδαστική υπόθεση. Όλοι θα γουστάρανε την παράσταση μας, όλοι θα γελούσαν με τα αστεία μας, οι σερβιτόρες θα μας την έπεφταν, οι barmen θα μας κερνούσαν ποτά, το αφεντικό ευχαριστημένο θα έβαζε κάποιο εξτραδάκι στην πληρωμή. Η επιτυχία της παράστασης θα έκανε αρκετό θόρυβο για να ακουστεί σε κάποια άλλη πόλη, όπου θα μας προσκαλούσαν και το ίδιο σκηνικό θα επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά εις τους αιώνας των αιώνων.

Μαθαίνω γρήγορα ωστόσο πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε ένα ταξίδι που επιλέγεις να κάνεις και σε ένα που σε υποχρεώνει η δουλειά σου να κάνεις, και πόσο πιο κουραστικό είναι το δεύτερο.Σε αυτή την περίπτωση, ακόμη και αν ο προορισμός σου είναι το πιο εξωτικό μέρος του πλανήτη, στο τέλος της ημέρας όταν θα φτάσεις εκεί, θα πρέπει να δουλέψεις. Μαθαίνω γρήγορα πως το να κάθεσαι για ώρες σε μια καρέκλα αυτοκινήτου (ή αεροπλάνου ή τρένου ή πλοίου – το ίδιο είναι) δεν είναι κατάλληλη προετοιμασία για δουλειά. Μαθαίνω γρήγορα πως κάποιες φορές το κοινό μπορεί να είναι από αδιάφορο έως απροκάλυπτα εχθρικό. Κάποιοι άνθρωποι ενοχλούνται όταν τους βγάζεις από τη ρουτίνα τους. Μαθαίνω γρήγορα πως υπάρχουν αφεντικά που θα σε προσκαλέσουν να εμφανιστείς στο μαγαζί τους μόνο και μόνο γιατί άκουσαν πως αυτό που κάνεις “έχει ψωμί”, χωρίς να έχουν καμία κάψα για την τέχνη ή την κωμωδία.

“Καλώς ήρθες στην πραγματικότητα”, λέω στον εαυτό μου για να διαλύσω τις σκόρπιες σκέψεις μου. Η κατάσταση είναι σκατά και δε μπορώ να κάνω κάτι για αυτό. Μόνο τη δουλειά μου. Συγκεντρώνομαι στο κείμενο μου και συνεχίζω. Δεν δίνω κάποια σπουδαία παράσταση, αλλά το προσπαθώ. Ανεβάζω τη φωνή μου όταν νιώθω πως μιλάω σιγανά, κινούμαι στο χώρο όταν νιώθω ότι έμεινα για πολύ ώρα στην ίδια θέση, χρησιμοποιώ το σώμα μου όταν νιώθω πως δεν είμαι αρκετά εκφραστικός. Η φασαρία έχει μειωθεί λίγο. Οι περισσότεροι θαμώνες δε με παρακολουθούν, αλλά που και που μερικοί από αυτούς ρίχνουν κλεφτές ματιές προς το μέρος μου και παρακολουθούν έστω και για λίγο. Είναι μια μέτρια παράσταση, κάτω από δύσκολες συνθήκες. Σκέφτομαι ότι τουλάχιστον θα τελειώσει αναίμακτα και αναθαρρώ λιγάκι. Ίσως κερδίσουμε και μερικά χαμόγελα συμπάθειας μετά την παράσταση.

Βρίσκομαι κάπου στα μισά του κειμένου μου και μόλις έχω τελειώσει με ένα αστείο. Λέω την τελευταία ατάκα και αφήνω ένα μικρό κενό στην ομιλία μου. Είναι αρκετά μικρό για να δώσω χρόνο στο κοινό να γελάσει, χωρίς να με διακόψει, και αν αυτό δεν συμβεί, να μπορώ τουλάχιστον να συνεχίσω το κείμενο με τέτοιο τρόπο, που να μη χάσω το ρυθμό μου, αλλά και να μην υπάρξει αμήχανη σιωπή ανάμεσα στην τελευταία ατάκα του προηγούμενου αστείου και την πρώτη του επόμενου. Είναι ένα αστείο που ο κόσμος συνήθως γελάει, αλλά όχι αυτό το βράδυ. Το έχω συνηθίσει. Καταπίνω την απογοήτευση μου με τρόπο που να μη φανεί στο κοινό και ανοίγω το στόμα μου για να συνεχίσω κανονικά, σα να μη συνέβη τίποτα. Αλλά πριν προλάβω να βγάλω φωνή, ένα “δεν είσαι αστείος”, από το κοινό, σπάει τη σιωπή.

Κάποιοι γελάνε. Είναι σίγουρα περισσότεροι από όσους γέλασαν με το τελευταίο μου αστείο. Η φωνή έχει έρθει κάπου από την μεριά των Daltons, εκεί κοντά στο μπαρ και την αναγνωρίζω ως αυτή του ταραξία, με τον οποίο αναγκάστηκε να ασχοληθεί πρωτύτερα ο Χάρης.

Θέλω να απαντήσω. Να τον βάλω στη θέση του με μια έξυπνη απάντηση. Να σώσω την τιμή μου, αλλά κυρίως τον εγωισμό μου. Όμως δε μου έρχεται τίποτε. Ο τύπος με πιάνει εντελώς απροετοίμαστο και με το μυαλό κενό από ιδέες.

“Ίσως να μην είσαι τόσο έξυπνος, όσο νομίζεις, για να απαντήσεις”, λέω μέσα μου. Συνεχίζω το νοητικό μου αυτομαστίγωμα λέγοντας μου ότι “Ίσως πάλι να μην μπορείς να απαντήσεις, γιατί πολύ απλά όντως δεν είσαι αστείος. Ίσως ο τύπος να έχει δίκιο”. Δαγκώνω τα χείλη μου, φωνάζω ένα “σκάσε ψηλέ” μέσα στο κεφάλι μου και συνεχίζω, αποδεχόμενος την ήττα και την ντροπή που τη συνοδεύει.

Συνεχίζω να μιλάω και καμώνομαι πως δεν συνέβη κάτι. Δε θέλω να φανεί προς τα έξω το πόσο με πείραξαν τα λόγια του ταραξία. Κυρίως το γεγονός ότι δεν απάντησα. Συνεχίζω την ρουτίνα μου. Το κοινό δεν αντιδρά, για άλλη μια φορά, σε μια ατάκα μου και από κάτω ακούγεται και πάλι το “δεν είσαι αστείος” από τον ίδιο τύπο. Κανείς δε γελάει αυτή τη φορά, ίσως από ενόχληση για τη διακοπή, ίσως από οίκτο προς εμένα. Εγώ εξακολουθώ να μην έχω απάντηση. Έτσι συνεχίζω, με τον εγωισμό μου ακόμη πιο τσαλακωμένο.

Ούτε λεπτό αργότερα, ενώ με κόπο συνεχίζω την παράσταση, ο ταραξίας, χωρίς αυτή τη φορά να περιμένει να τελειώσω αυτό που λέω εκείνη τη στιγμή, πετάγεται ξανά με την ίδια ατάκα: “δεν είσαι αστείος”.

Σταματώ επί τόπου. Γυρίζω προς τη μεριά από όπου πιστεύω ότι ήρθε η φωνή του. Ο φωτισμός με εμποδίζει να δω ποιος είναι και που ακριβώς βρίσκεται, αλλά διακρίνω αρκετά κεφάλια να έχουν γυρίσει προς το μέρος του και με βοηθούν να γυρίσω το σώμα μου προς την κατεύθυνση του, για να γίνει κατανοητό ότι απευθύνομαι σε αυτόν συγκεκριμένα.

“Να είσαι σίγουρος, ότι αυτό που είπες, θα το θυμάμαι και αύριο”, λέω στο μικρόφωνο, προσποιούμενος όσο καλύτερα μπορώ αδιαφορία. Χωρίς να περιμένω απάντηση, γυρίζω το σώμα μου στο κοινό και συνεχίζω από εκεί που με διέκοψε. Θέλω να φανεί ότι δε με απασχολεί, ότι δε με νοιάζει, ότι δε με πειράζει. Γνωρίζω όμως μέσα μου την αλήθεια. Και με πειράζει και με ενοχλεί. Με καίει που ένας πιτσιρικάς, χωριάτης και πιθανότατα αποτυχημένος στη ζωή, έχει το θράσος να σχολιάζει τη δουλειά μου, και μάλιστα αρνητικά. Εγώ ταξιδεύω κάνοντας αυτό που αγαπώ, ενώ αυτός, πιθανότατα, δεν έχει βγει έξω από το χωριό του, δουλεύοντας μια ζωή ως ντελιβεράς ή ως τσιράκι στο συνεργείο του θείου του. Πώς τολμά και με κρίνει; Αλλά αυτό που με καίει περισσότερο, είναι ότι αυτό το άτομο, και ειδικά όπως το περιγράφω στο μυαλό μου, μπορεί να έχει δίκιο. Βάζω στο μυαλό μου, ότι ίσως όλοι όσοι έχουν γελάσει με τα αστεία μου στην εως τώρα καριέρα μου, να είναι γνωστοί και φίλοι, που γελούν από συμπάθεια ή οίκτο. Ή είναι άνθρωποι, που όταν εμφανίζομαι στη σκηνή, βιώνουν ήδη μια χαρούμενη βραδιά και γελούν λόγω της καλής διάθεσης που ήδη έχουν. Ίσως, τελικά, να μην έπρεπε να παριστάνω τον κωμικό.

Γεμάτος αμφιβολία για το χιούμορ μου και τις ικανότητες μου ως κωμικού, προσπαθώ να συνεχίσω την παράσταση. Κάθε λέξη απαιτεί δεύτερη σκέψη, για να βγει από το στόμα μου και αυτόματα βαφτίζεται ως λάθος και αποτυχημένη. Δεν αντέχω να ακούω τη φωνή μου από τα ηχεία και κάθε φορά που της δίνω ένταση, νιώθω τον αέρα, που βγαίνει από μέσα μου, να μου γρατσουνά το λαρύγγι. Κάθε μου κίνηση με στεγνώνει από ενέργεια. Αλλά συνεχίζω. Χωρίς να είμαι σίγουρος για ποιο λόγο, συνεχίζω το μαρτύριο. Τόσο το δικό μου, όσο και αυτό των θεατών. Παρηγορούμαι στη σκέψη ότι δεν απομένει πολύς χρόνος για να τελειώσει η παράσταση. Υπολογίζω πως μου απομένουν κάτι λιγότερο από 10 λεπτά. Οπότε συνεχίζω.

Απομένουν 5 περίπου λεπτά, για να φτάσω στο λυτρωτικό τέλος, όταν διακρίνω μια φιγούρα να κινείται προς τα μπροστινά στάντ, έπειτα να τραβάει προς τα σκαλάκια και να τα ανεβαίνει προς το μέρος μου. Δεν μπορούσε να είναι άλλος από τον ταραξία. Δε γνωρίζω τα μούτρα του, αλλά είμαι σίγουρος πως είναι αυτός. Το έντονο φως στα μάτια μου με εμποδίζει να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αλλά μπορώ να καταλάβω ότι είναι κοντός και ότι τα βήματα του ανήκουν σε μεθυσμένο άνθρωπο, που δε νιώθει σίγουρος για το πού πρέπει να πατήσει. Ανεβαίνει και σταματά στο σκαλοπάτι πριν το δικό μου. Με κοιτά, μουρμουρίζει ένα “Δενζ αστζς”, που εγώ μεταφράζω ως “δεν είσαι αστείος” και προχωρά αδέξια πίσω μου να πάει στην τουαλέτα. Από όλους τους ανθρώπους, εκεί γύρω, που θα μπορούσαν να νιώσουν την ανάγκη για κατούρημα, εν ώρα παράστασης, έπρεπε να είναι αυτός. Τον παρακολουθώ σιωπηλός για 2 δευτερόλεπτα και χωρίς να έχω κάτι να σχολιάσω, συνεχίζω από εκεί που αναγκάστηκα να διακόψω. Ο κόσμος γελά με το θέαμα. Εγώ μέσα μου βρίζω θεούς και δαίμονες, νιώθοντας ταπεινωμένος για άλλη μια φορά. Δεν περνά πολύ ώρα και τον νιώθω να περνά από δίπλα μου, όταν επιστρέφει στην παρέα του. Δε λέει τίποτε καθώς με προσπερνά. Φαίνεται να τον απασχολεί περισσότερο το πως θα διατηρήσει την ισορροπία του. Ο κόσμος γελά ξανά. Δε μπορώ να το αφήσω και αυτό να περάσει έτσι. Το απαιτεί η τιμή μου ως κωμικός να πω κάτι έξυπνο και αστείο. Παρατηρώ ότι ο χρόνος που έκανε ο ταραξίας για να γυρίσει από την τουαλέτα ήταν σύντομος. Έτσι, χωρίς να το σκεφτώ πολύ, απλώνω το ελεύθερο δεξί μου χέρι μπροστά μου και αφήνω να βγει από τη γροθιά μου ο δείκτης. Δεν τον τεντώνω, αλλά τον κρατώ λίγο κουλουριασμένο σα σκουλήκι. Φέρνω το μικρόφωνο στο στόμα μου και λέω: “Γρήγορα γύρισες …μάλλον ήταν μικρή η διαδρομή”. Κάποιοι με το χέρι στο στόμα αφήνουν ένα “Ωχ” ανησυχίας, κάποιοι γελάνε και ο δυνατότερος θόρυβος έρχεται από την μεριά στην οποία κατευθύνεται ο ταραξίας, από όπου ακούγεται ένα μακρόσυρτο “Ωωωωω”. Το μεγάλο “Ωωωωω” του “Ωωωωω, τι σου είπε”. Το “Ωωωωω” της προσβολής που απαιτεί απάντηση. Εγώ συνεχίζω το πρόγραμμα μου σα να μη συνέβη τίποτε, αλλά κρατάω το μάτι μου προς το μέρος από όπου ήρθε το “Ωωωωω”. Με τα όσα λίγα μου επιτρέπει το εκτυφλωτικό φως να δω, καταλαβαίνω πως στη μεριά εκείνη υπάρχει μια γενική ανησυχία. Ο ταραξίας δεν έχει καταλάβει τη συνέβη μόλις, και η παρέα του αναλαμβάνει τώρα να τον ενημερώσει σχετικά. Βλέπω το κεφάλι του να γυρίζει απότομα προς τα εμένα καθώς αντιλαμβάνεται πως μόλις τον αποκάλεσα μικροτσούτσουνο. Ένα χέρι προσπαθεί να τον συγκρατήσει και ένα αποτρεπτικό “ρε μαλάκα μη” φτάνει στα αφτιά μου. Κινείται προς τα εμένα. Υπέροχα. Φτάνει και, όπως πριν, σταματά στο σκαλοπάτι πριν από μένα. Ανακουφίζομαι που σταμάτησε. Σημαίνει ότι δεν είναι σίγουρος για τον καυγά. Πώς θα μπορούσε άλλωστε. Του ρίχνω σίγουρα ενάμιση κεφάλι σε ύψος. Επιπλέον βρίσκεται ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα από μένα. Σίγουρα η διαφορά αυτή πρέπει να του προκαλεί κάποιο δέος. Παρά τη διαφορά ύψους και παρά το γεγονός ότι δεν ξεκίνησε καυγά, φαίνεται έτοιμος για έναν. “Τι είπες ρε”, μου γρυλίζει, ενώ ταλαντεύεται. Δεν είμαι έτοιμος για καυγά και δεν έχω ιδέα τι να πώ ή τι να κάνω.

“Αφού άκουσες”, απαντάω με ηρεμία, προσπαθώντας να φανώ άνετος. Όμως δεν είμαι καθόλου άνετος. Φοβάμαι για το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Νιώθω τη καρδιά μου να χτυπά όλο και πιο γρήγορα. Σάλιο μαζεύεται στο στόμα μου και με δυσκολία κρατιέμαι από το να το καταπιώ. Νιώθω τον ιδρώτα στις παλάμες μου. Ένα γαργαλητό στην κοιλιά μου με προειδοποιεί για κίνδυνο. Κάτι πρωτόγονο μέσα μου προσπαθεί να αποφασίσει αν η κατάσταση απαιτεί φυγή ή μάχη. Fight or flight. Καταπιέζω τα ένστικτα μου και δεν κάνω τίποτε από τα δυο. Ο εγωισμός μου με αποτρέπει από το να βάλω την ουρά στα σκέλια. Η λογική μου από το να ρίξω το πρώτο χτύπημα. Αν ρίξω πρώτος θα τους έχω όλους εναντίον μου. Πρώτους πρώτους τους Daltons, που με την περιφερειακή μου όραση τους πιάνω να έχουν ήδη σηκωθεί από τα σκαμπό τους,κοιτώντας έντονα προς τα εμένα, έτοιμοι να ορμήξουν. Εγώ και ο Χάρης, που άλλωστε δε φταίει και σε τίποτε, είμαστε χαμένοι αν κάνω την πρώτη κίνηση. Μια φωνή μέσα μου μού λέει πως δεν πειράζει. “Ρίχτου του καργιόλη. Τόσα έχει κάνει σήμερα. Του αξίζει”, συνεχίζει η φωνούλα. Την πνίγω. Με όσο καθαρό μυαλό μου απομένει ζυγίζω την κατάσταση. Το μυαλό μου τρέχει. Σκέφτομαι πως, αφού ο ταραξίας δεν ξεκίνησε τον καυγά ως τώρα, δε θα το κάνει ποτέ. Αλλά ακόμη και αν τον ξεκινήσει, είναι μικροκαμωμένος και ακόμη και αν τυγχάνει να έχει περισσότερη δύναμη από εμένα, είναι τόσο πιωμένος που δεν θα είναι σε θέση να την χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά εναντίον μου. Θεωρώ πως δε θα μπορέσει να μου κάνει ζημιά και ότι ίσως εγώ, μετά το αρχικό του χτύπημα, να καταφέρω να του χώσω δυο τρεις καλές, πριν εντέλει μας χωρίσουν. Τουλάχιστον αυτό ελπίζω να κάνει ο κόσμος. Εύχομαι μόνο ο κόσμος να προλάβει να μας χωρίσει, πριν οι Daltons και η παρέα του ταραξία καταφέρουν να φτάσουν στο σημείο μας. Αποφασίζω να στυλώσω τα πόδια μου εκεί πέρα και να μην απαντήσω στις όποιες λεκτικές του προκλήσεις. Δε θέλω να του δώσω καμία δικαιολογία.

“Πες τι είπες ρε. Εδώ μπροστά μου”, ξαναγρυλίζει.

“Ήσουν μπροστά και άκουσες”, απαντάω μιλώντας στο μικρόφωνο. Μιλάω μέσα από το μικρόφωνο, γιατί θέλω να ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι ότι δεν προκαλώ. Επίσης θέλω, αν χρειαστεί, να το χρησιμοποιήσω ως όπλο.

“Εδώ μπροστά μου ρε”, συνεχίζει, χτυπώντας το δείκτη του χεριού του στο στήθος του.

Χαμογελάω για να κρύψω τον φόβο μου. “Κάνω μια παράσταση εδώ και θέλω να την τελειώσω. Κατέβα σε παρακαλώ να συνεχίσω. Υπάρχει κόσμος που θέλει να δει”, του λέω εν τάχει, αλλά και με όση ηρεμία μπορώ να αντλήσω.

Ο ίδιος μένει ασυγκίνητος, αλλά με την τελευταία μου πρόταση βρίσκω, όπως ήλπιζα, συμπαράσταση από το κοινό. Κάποιος του φωνάζει να κατέβει.

“Ρε πες τι είπες. Εδώ”, ο ταραξίας συνεχίζει σαν κολλημένος δίσκος. Δεν απαντάω. Απλά με την παλάμη του ελεύθερου χεριού μου προς τα πάνω, κάνω μια ημικυκλική κίνηση δείχνοντας το κοινό και το μέρος από όπου ακούστηκε η φωνή. Του δείχνω έτσι, ότι ο κόσμος, έστω και ένα άτομο, επιθυμεί να δει την συνέχεια της παράστασης. Άλλες φωνές αποδοκιμασίας συνοδεύουν την πρώτη. Η φωνή ενός άντρα, μεγάλου σε ηλικία, που απευθύνεται στον ταραξία με το όνομα του, τον καλεί να αποχωρήσει. Είναι αυτή που κάνει τη διαφορά. Ο ταραξίας μουρμουρίζει κάτι ακατάληπτο, κάνει μεταβολή και επιστρέφει στην παρέα του. Συνεχίζω από εκεί που σταμάτησα την παράσταση, αλλά κρατάω πάντα, με την άκρη του ματιού μου, το βλέμμα μου στους Daltons. Μόνο όταν τους βλέπω να κάθονται και πάλι στα σκαμπό τους νιώθω ασφαλής.

Παρόλα αυτά το χέρι μου, είτε από φόβο, είτε από αδρεναλίνη, συνεχίζει να τρέμει. Καταβάλλω προσπάθεια να κρατήσω σταθερά το μικρόφωνο μπροστά στο στόμα μου. Αφήνω αστεία εκτός προγράμματος, για να τελειώσω πιο γρήγορα. Πετάω την τελευταία ατάκα της βραδιάς και παρόλο που πηγαίνει άπατη, εγώ νιώθω ανακούφιση. Ανακοινώνω το τέλος της παράστασης στον κόσμο και τους ευχαριστώ που μας παρακολούθησε. Κάποιοι λίγοι χειροκροτούν. Δεν μπαίνω στον κόπο να φωνάξω τον Χάρη από τα παρασκήνια, για να τον παρουσιάσω και αρκούμαι στο να αναφέρω τα ονόματα μας. “Θα τα ξαναπούμε”, λέω, χωρίς ούτε εγώ, αλλά και ούτε και κάποιος από το κοινό να πιστεύει ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Καληνυχτίζω, αποχωρώ από τη σκηνή και επιστρέφω στα παρασκήνια.

Σχολιάστε