Delusions of grandeur. Τελευταίο μέρος

Στα παρασκήνια ο Χάρης με περιμένει με το σαγόνι στην παλάμη. Μπαίνω και σηκώνει το κεφάλι του να με αντικρίσει. “Ευτυχώς τελείωσε”, μονολογώ. Ο Χάρης κουνά το κεφάλι του συμφωνώντας. “Μαλάκα, τι συνέβη με τον άλλο τον βλάκα;”, με ρωτά. Εξηγώ στα γρήγορα. Τελειώνω την περιγραφή του σκηνικού και μου λέει: “Εντωμεταξύ ο τύπος δεν πήγε καν για κατούρημα. Μπήκα αμέσως μετά από αυτόν και βρήκα την τουαλέτα γεμάτη με ξερατά. Βασικά τον άκουσα πρώτα που ξέρναγε. Πλενόμουν όσο είχατε τον διάλογο σας και δεν άκουσα καθαρά τι συνέβη”. Είμαι έτοιμος να σχολιάσω την ποιότητα του κοινού μας, όταν μπαίνει στα παρασκήνια ο Ανέστης. Θέλω να τον πνίξω για το χαμόγελο του. “Τι γίνεται παιχταράδες μου; Πώς το βλέπετε;”, μας ρωτά με έναν ανεξήγητο ενθουσιασμό. “Τουλάχιστον τελείωσε”, επαναλαμβάνω και πηγαίνω να κάτσω στον καναπέ, γιατί νιώθω πως αν σταθώ λίγο ακόμη δίπλα του, θα του ορμήξω. “Τι; Δε θα κάνετε άλλο;”, μας ρωτά με γνήσια απορία. Με τον Χάρη κοιταζόμαστε. Ο τύπος βρίσκεται στην κοσμάρα του. Για τα επόμενα πέντε λεπτά, εγώ και ο Χάρης, προσπαθούμε να του εξηγήσουμε ότι εμείς δε θέλουμε να ξαναβγούμε στη σκηνή, ο κόσμος δε μας θέλει να ξαναβγούμε στη σκηνή, ότι η βραδιά ήταν άσχημη και η παράσταση αποτυχημένη. Δείχνει να μην καταλαβαίνει, αλλά τουλάχιστον το αποδέχεται. Στο τέλος μας λέει: “Καλά, φεύγω να βάλω μουσική”, απογοητευμένος, με ύφος παιδιού που μόλις του είπαν ότι δε θα του αγοράσουν το παιχνίδι. “Τη σερβιτόρα στείλε”, του φωνάζω καθώς βγαίνει.

“Μήπως να βγούμε έξω, να πιούμε τις μπύρες μας;”, λέω διστακτικά στον Χάρη. Εκείνος κουνάει αρνητικά το κεφάλι. “Δίκιο έχεις. Ας περιμένουμε να σπάσει ο κόσμος”, συμπληρώνω και βουλιάζω στον καναπέ. “Βασικά, είναι ήδη πολύ αργά”, μου λέει, “μήπως να φύγουμε τώρα αμέσως;”. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. Μετά τα όσα έχουν συμβεί, θέλω να καθίσω για λίγο και να πιω μια μπύρα. Την χρειάζομαι. Ο Χάρης κατανοεί την ανάγκη μου και δε φέρνει αντίρρηση. “Άσε που μπορεί έξω να βρίσκεται ακόμη ο μαλάκας”, λέω εννοώντας τον ταραξία “Ας περιμένουμε λίγο μήπως φύγει. Δεν έχω καμία όρεξη να πέσω πάνω του.” Όσο ο Χάρης και εγώ κρυβόμαστε μέσα στα παρασκήνια, έξω από αυτά ξεκινά να παίζει η μουσική. Η σερβιτόρα δεν εμφανίζεται ποτέ.

Καθόμαστε εκεί δίχως να έχουμε με κάτι να ασχοληθούμε. Περιμένουμε τη σερβιτόρα για άλλα δέκα λεπτά περίπου. Θέλουμε να φύγουμε. Η αναμονή στα παρασκήνια είναι ανυπόφορη.

“Πάμε έξω”, λέω στον Χάρη, “Ώσπου να πληρωθούμε θα πιούμε την μπύρα μας”.
“Εντάξει”, μου απαντά “Αλλά εγώ δε θέλω να πιω μπύρα. Οδηγώ”.
“Οκ, θα την πιω γρήγορα”, λέω και μαζεύουμε τα πράγματά μας.

Βγαίνουμε από τα παρασκήνια με την επιθυμία να περάσουμε απαρατήρητοι. Το μαγαζί φαίνεται μισογεμάτο, παρόλο που αρκετοί αποχώρησαν μετά το τέλος της παράστασης. Στο πρώτο σταντ κατεβαίνοντας τα σκαλιά της σκηνής κάθεται πλέον η παρέα του πιτσιρικά με τα καλώδια. Μας φωνάζουν κοντά τους και μας πιάνουν την κουβέντα. Μας δίνουν συγχαρητήρια. Χαμογελάω. Κάποιος γούσταρε την παράσταση. Κάτι είναι και αυτό. Αφήνω τον Χάρη με την παρέα των πιτσιρικάδων και πηγαίνω να βρω τον Ανέστη. Θέλω να πιω μια μπύρα, να πληρωθώ και να φύγω. Ένα, δύο, τρία. Απλά πράματα.

Εντοπίζω τον Ανέστη πίσω από τα decks να προσποιείται τον DJ. Χαίρομαι, γιατί εκεί που βρίσκεται δεν χρειάζεται να περάσω μέσα από τον κόσμο, για να του μιλήσω. Ο Ανέστης έχει τα ακουστικά στα αφτιά του και δείχνει να απολαμβάνει ιδιαίτερα το ρόλο του ως DJ. Φτάνω και μου κάνει νόημα να περιμένω, γιατί ετοιμάζει αλλαγή τραγουδιού. Μοιάζει για άνθρωπος που παίρνει το ρόλο του πιο σοβαρά από ότι χρειάζεται. Θέλω να του πω, ότι ο μόνος λόγος που παίζει μουσική στο μαγαζί είναι γιατί είναι ο ιδιοκτήτης του. Αλλά δεν έχουμε πληρωθεί ακόμη και έτσι σιωπώ. Κάνει την αλλαγή, κατεβάζει τα ακουστικά και με ρωτά τι θέλω. Του λέω ότι θέλω μια μπύρα και να πληρωθούμε. Γυρίζει στο μπαρ, δίνει την παραγγελία μου και έπειτα γυρνά πάλι σε μένα. “Εντάξει η μπύρα. Όσο για τα λεφτά…”.

“Όχι ρε πούστη μου”, σκέφτομαι, “Ο Χάρης θα με σκοτώσει αν μετά από όσα συνέβησαν, στο τέλος πληρωθούμε και λιγότερα από όσα συμφωνήσαμε”. Ο Ανέστης συνεχίζει και με ρωτά αν θα ήταν πρόβλημα για εμάς να πληρωθούμε λιγότερα από τα συμφωνηθέντα. Του εξηγώ πως τα λεφτά που συμφωνήσαμε είναι αυτό που κάνει το ταξίδι να αξίζει τον κόπο. Αν μας πληρώσει λιγότερα, το ταξίδι δεν έχει νόημα. Αντιτάσσει ότι η παράσταση είχε λιγότερη διάρκεια από όση συμφωνήσαμε και ότι ο ίδιος περίμενε λίγο έξτρα χρόνο παραπάνω. Απαντώ στο τελευταίο ότι αυτό ήταν κάτι που περίμενε ο ίδιος από μόνος του. Σε εμάς δεν είπε ποτέ τίποτε. Όσο για την παράσταση, παραδέχομαι πως διήρκησε λιγότερο από όσο είχαμε συμφωνήσει, αλλά η χρονική διαφορά δεν την τόσο μεγάλη. Ίσως δέκα λεπτά. Έπειτα απολογούμαι για τα χαμένα λεπτά, λέγοντας πως δεν ήταν καθαρά δική μας απόφαση, μας επηρέασαν οι συνθήκες. Εγώ και ο Χάρης είχαμε όλη την καλή διάθεση να εμφανιστούμε ακόμη και για περισσότερη ώρα, αλλά είχαμε να αντιμετωπίσουμε ένα κοινό που ήταν από αδιάφορο έως εχθρικό. Ουδείς παραπονέθηκε για το λιγότερο χρόνο. Πιο πιθανό ήταν να είχαμε παράπονα αν συμπληρώναμε το χρόνο μας. Προσθέτω πως, όσο ήμουν εγώ πάνω στη σκηνή, παραλίγο να ξεκινήσει καυγάς. Παραλείπω να συμπληρώσω πως ο ίδιος δεν έκανε τίποτε για αυτό και με άφησε απροστάτευτο, ενώ όφειλε ως ιδιοκτήτης να μας προστατεύσει. Δε θέλω να ξεκινήσω ένα διάλογο αλληλοκατηγοριών. Θέλω να πληρωθώ, για αυτό το βουλώνω. Νιώθω δειλός και χέστης που δε λέω αυτά που πραγματικά θέλω να πω και με μισώ για αυτό. Αποφασίζω, πως αν τελικά μας πληρώσει λιγότερα από όσα συμφωνήσαμε, να αφαιρέσω τη διαφορά από το δικό μου μερίδιο και να δώσω στον Χάρη τα λεφτά που περίμενε να πάρει, γιατί δε φταίει σε τίποτε. Το συζητάμε λίγο ακόμη και τελικά τον πείθω. Νιώθω ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου. Να και κάτι που μπορούσε να πάει κατά διαόλου, αλλά τελικά δεν πήγε. Μου δίνει τα λεφτά και εγώ τα μετράω γρήγορα με το μάτι πριν τα χώσω στην τσέπη μου. Φαίνονται εντάξει.

Ευχαριστώ τον Ανέστη, τον χαιρετώ και εκ μέρους του Χάρη και δίνω για άλλη μια φορά την ψεύτικη υπόσχεση ότι θα τα ξαναπούμε. Κάνω μεταβολή και γυρίζω για να βρω τον Χάρη. Δεν βρίσκεται πια στο σταντ των πιτσιρικάδων. Ψάχνω με το βλέμμα μου στο μαγαζί και τον βρίσκω να στέκεται σε σταντ στο κέντρο του μαγαζιού παρέα με δυο κοπέλες. “Ρε τον μπαγάσα”, σκέφτομαι. Πηγαίνω προς τα εκεί και στέκομαι δίπλα του. Ο Χάρης κάνει τις απαραίτητες συστάσεις. Δε θυμάμαι πλέον τα ονόματα των κοριτσιών και είναι πολύ πιθανό να τα ξέχασα την ώρα που τα άκουσα. Η μια είναι μια χοντρούλα. Τσαχπίνα, μιλάει πολύ και με ενθουσιασμό. Η άλλη μια κοκκινομάλλα, πιο μαζεμένη, με λεπτό, σφιχτό κορμί και μούτρα αλανιάρας γκόμενας. Με την χοντρούλα να οδηγεί την κουβέντα, μας δίνουν τα συγχαρητήρια τους. Απολογούνται για το υπόλοιπο κοινό και σχολιάζουν τη χωριατήλα τους.

Νιώθω και πάλι όπως πριν ξεκινήσει το ταξίδι. Έτοιμος να κατακτήσω τον κόσμο, ξεκινώντας από την κοκκινομάλλα. Βλέπω στα αριστερά μου τον ταραξία και την παρέα του, αλλά δε δίνω σημασία και τους αγνοώ. Άλλωστε κερδίζω. Και στάθηκα στο ύψος μου στην αντιπαράθεση με τον ταραξία, (άλλο που χέστηκα επάνω μου – αυτό δεν το γνωρίζει κανείς εκτός από εμένα) και τις γκόμενες θα τους γαμήσω. 5-0 και κωλοδάχτυλα στην εξέδρα. Δε δίνω ιδιαίτερη σημασία στην κουβέντα που συνεχίζεται στο σταντ μας και απλώς περιμένω την ευκαιρία μου, για να κάνω την κίνηση μου στην κοκκινομάλλα. Ξαφνικά το μάτι μου πιάνει κίνηση στα αριστερά μου. Ο ταραξίας με την παρέα του κινούνται προς το μέρος μας. Νιώθω μια ελαφριά ανησυχία. Ελπίζω μόνο να κινούνται προς την έξοδο και να μην έχουν όρεξη να συνεχίσουν τον τσαμπουκά από εκεί που τον αφήσαμε. Δε διαθέτω το χρόνο και την ενέργεια για κάτι τέτοιο. Επιπλέον, αν συνεχίσουμε τον τσαμπουκά, θα χαλάσει η διάθεση στο σταντ μας και μαζί της τα σχέδια μου για την κοκκινομάλλα. Χώρια που αυτή τη φορά ίσως να μην τελείωνε αναίμακτα ο τσαμπουκάς και αυτό είναι πραγματικά το χειρότερο σενάριο. Μπαίνουν στη σειρά και περνούν από πίσω μου. Ο πρώτος περνάει χωρίς πολλά πολλά, αλλά όταν περνά ο δεύτερος ή ο τρίτος της σειράς, νιώθω κάτι στα πλευρά μου. Είναι σχεδόν κωμικό. Θέλουν να με προκαλέσουν, πέφτοντας πάνω μου, αλλά εγώ πέρα από την επαφή δε νιώθω κάτι άλλο. Δεν καταφέρνουν να με κουνήσουν ούτε εκατοστό. Όλοι τους περνούν από πίσω μου και δίχως να έχουν καταφέρει κάτι, αποχωρούν. Σκέφτομαι ότι όλοι τους είναι τόσο πιωμένοι, που ούτε αυτό δε μπορούν να κάνουν σωστά ή ότι οι γυμναστικές που έκανα τον τελευταίο καιρό έπιασαν τόπο. Διαλέγω να πιστέψω ότι συμβαίνει το δεύτερο και χαμογελάω. “Καημένοι”, σκέφτομαι “πήγατε και τα βάλατε με 195 εκατοστά δραμινού μπετόν”. Ξαφνικά είμαι και πάλι ο Τζένγκις Χαν. Χαρωπός επεμβαίνω στην κουβέντα των υπόλοιπων. “Πέρα από αυτό το μαγαζί, υπάρχει κάποιο άλλο στο χωριό που να αξίζει να πάμε;”. Δε χρειάζεται να κοιτάξω τον Χάρη για να γνωρίζω πως θέλει να με πνίξει, αλλά δε με ενδιαφέρει. Εδώ έχουμε μια πολύ καλή ευκαιρία για βουκολικό σεξ. Ο Χάρης θα πρέπει να κάνει υπομονή και να ακολουθήσει το Μέγα Λουκά. Τα κορίτσια κοιτάζονται για λίγο και η χοντρούλα ξεκινά να αναφέρει ονόματα μαγαζιών. Όμως κάθε όνομα συνοδεύεται από ένα μεγάλο “αλλά” και το λόγο που το αναφερθέν μαγαζί δεν είναι καλή επιλογή. Ο Χάρης διακόπτει λέγοντας πως είναι ήδη αργά πως μας περιμένει το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής. Η χοντρούλα πετάγεται: “Σιγά καλέ. Φεύγετε αύριο. Ελάτε να μείνετε σε μένα. Σπίτι έχω και μπύρα, κρασί, ουίσκι, βότκα”. Τέλεια. Έχουμε μέρος να πιούμε, να γαμήσουμε, να κοιμηθούμε και πρωινό στο κρεβάτι πριν ξεκινήσουμε το ταξίδι της επιστροφής. Το μόνο που απομένει τώρα είναι να ψήσω την κοκκινομάλλα. Σκέφτομαι ότι δε θα μου χρειαστούν παρά μόνο λίγα λεπτά για να την καταφέρω. Τόσο γαμάτος. Γυρίζω να της μιλήσω. Κοκκαλώνω. Η τύπισσα έχει πάρει τον Χάρη μονότερμα στο μπλα μπλα. “Τι στον πούτσο;”, αναρωτιέμαι. Τους διακόπτω με την πρόφαση ότι θέλω να μάθω τις προθέσεις του Χάρη και τη γνώμη του για την πρόταση της χοντρούλας. Λες και δεν γνωρίζω. Ο άνθρωπος είναι κουρασμένος, απογοητευμένος, έχει σχέση και το μόνο που σκέφτεται είναι τα χιλιόμετρα οδήγησης που τον χωρίζουν από το κρεβάτι του και ένα καλό ύπνο. Με κοιτάζει με ύφος: “Σοβαρέψου αγόρι μου”. “Εγώ ρε καραμήτρο; Κάνε στην άκρη για το δάσκαλο”, λέω μέσα μου. Τον παραμερίζω και παίρνω τη θέση του δίπλα στην κοκκινομάλλα. Θα τα κανονίσω μαζί της και αν χρειαστεί θα φύγω την επόμενη μέρα με το ΚΤΕΛ. Πιάνω κουβέντα μαζί της. Δε φαίνεται και πολύ ενθουσιασμένη. Τι διάολο; Δύο μέτρα παλικάρι έχει μπροστά της. Δύο μέτρα γαμάτος κωμικός που δεν καταλαβαίνει από τσαμπουκάδες. Θα έπρεπε να νιώθει ξεχωριστή για την τιμή που της κάνω να ασχοληθώ μαζί της. “Τα σιγανά ποτάμια”, σκέφτομαι. Ίσως απλά να φοβάται τι θα πει ο κόσμος και να εκδηλωθεί αργότερα όταν και θα είμαστε μόνοι μας, μακριά από τα βλέμματα των συγχωριανών. Ξεκινάω να σπρώξω τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Την ρωτάω πως της φαίνεται αυτής η ιδέα να συνεχίσουμε τα ποτά μας στο σπίτι της χοντρούλας με την πλούσια κάβα.

“Χμ, γιατί όχι” (ΝΑΙ!)
“πλάκα θα έχει” (ΝΑΙ!)
“εγώ βέβαια δε μπορώ να κάτσω πάνω από μια ώρα” (Ε;!)
“έχω δουλειά το πρωί” (ΟΧΙ!)
“ε, δε θέλω και να σας ενοχλήσω” (ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΛΕΕΙ;).

Το χαμόγελο μου σβήνει, το σαγόνι μου κρεμάει και τα μάτια μου γουρλώνουν. Η κοκκινομάλλα φέρνει το ποτήρι στα χείλη της, πίνει μια γουλιά και με κοιτάζει με ύφος που λέει: “Ε, όχι δα αγοράκι μου”. Όλα ξεκαθαρίζουν απότομα. Η κοκκινομάλλα απασχολούσε τον Χάρη για να μείνουμε εγώ με τη χοντρούλα μόνοι μας. Εγώ ήθελα να τη γαμήσω σα σκυλί, όμως για εκείνη είμαι εγώ το ενοχλητικό σκυλί, που τώρα κλωτσά από δίπλα της. Ο Τζένγκις Χαν μόλις έπεσε από το άλογο του και τσακίστηκε. Να χαρώ εγώ κατακτητή. Γυρίζω το κεφάλι μου και κοιτάζω την χοντρούλα. Με κοιτάζει όλο νόημα και πονηριά.

Σκέφτομαι να ακουμπήσω στον πάτο του βαρελιού. Έτσι και αλλιώς όλο το βράδυ είναι γεμάτο με κακές επιλογές μου. Άλλη μια δε θα κάνει κάποια διαφορά. Θα ήταν ταιριαστό τέλος για τη βραδιά το να πάω μαζί της. Αποφασίζω ενάντια. Σκέφτομαι τον Χάρη. Δεν μπορώ να τον αφήσω να ταξιδεύει για ώρες, μόνος του μέσα στη νύχτα, για να γαμήσω μια γκόμενα που ούτε καν γουστάρω, μόνο και μόνο επειδή έχω καύλες. Λέω στα κορίτσια πως ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε. Η χοντρούλα φέρνει αντιρρήσεις. Βρίσκω δικαιολογίες στην κούραση, το ταξίδι, το προχωρημένο της ώρας. Η χοντρούλα δεν προσπαθεί περισσότερο. Ξαναδίνω την ψεύτικη υπόσχεση πως θα τα ξαναπούμε, καληνυχτίζουμε και φεύγουμε από το μαγαζί.

Περπατάμε αμίλητοι ως το αμάξι. Βάζουμε τα πράγματα μας στο αμάξι, καθόμαστε στη θέση μας, κουμπώνουμε τις ζώνες μας και ο Χάρης βάζει μπρος το αμάξι. Υπολογίζουμε την ώρα που χρειαζόμαστε για να φτάσουμε Θεσσαλονίκη και ξεφυσάμε απογοητευμένοι. Ο Χάρης βάζει την πρώτη ταχύτητα και ξεκινάμε το μακρύ ταξίδι της επιστροφής.

Η εθνική οδός είναι άδεια από αμάξια και σκοτεινή. Μέσα στο αμάξι, εγώ και ο Χάρης μιλάμε ελάχιστα. Όποτε μιλάμε, είναι για να κάνουμε ανασκόπηση των όσων μας συνέβησαν. Κάτι που μας ψυχοπλακώνει κάθε φορά και περισσότερο. Τώρα που επιστρέφουμε δεν βάζουμε κάποιο cd stand up comedy να παίξει. Μετά τα όσα περάσαμε, κανείς μας δεν έχει όρεξη να ακούσει γέλια και χειροκροτήματα για αστεία. Το ραδιόφωνο ανοίγει και κλείνει το ίδιο γρήγορα, είτε γιατί δεν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον να ακούσουμε, είτε γιατί ακούμε μόνο παράσιτα. Μόνο ένα κατούρημα στην άκρη του δρόμο, με το ανοιξιάτικο αεράκι να μας δροσίζει, μας αναπτερώνει λίγο το ηθικό.

Φτάνουμε στη Θεσσαλονίκη και η ώρα είναι τέσσερις τα χαράματα. Η πόλη είναι άδεια από κίνηση. Ο Χάρης σταματάει σε ένα φανάρι κοντά στο σπίτι μου. Μαζεύω τα πράγματα μου ανάμεσα στα πόδια μου. Βγάζω τα λεφτά από την τσέπη μου και δίνω στον Χάρη το μερίδιο του. Υπολογίζω στα γρήγορα πόσα λεφτά ξόδεψα στο ταξίδι για φαγητό, καφέδες και τσιγάρα. Ανοίγω το πακέτο μου και βρίσκω μέσα ένα τελευταίο τσιγάρο. Είναι το δεύτερο πακέτο τσιγάρα που έχω αγοράσει μέσα στη μέρα. Βάζω το τσιγάρο στο στόμα μου. Το ανάβω και τραβάω μια βαθιά και πονεμένη τζούρα. Γυρνάω στον Χάρη και του λέω: “Όπως τα βάζω κάτω, αν συνεχίσω με τους ίδιους ρυθμούς, δε θα έχω άλλα λεφτά μέχρι την επόμενη παράσταση. Νομίζω πως πρέπει να κόψω το κάπνισμα. Δε βλέπω το μέλλον μου και πολύ φωτεινό”. “Αν συνεχίσουμε να έχουμε παρόμοια gigs δε βλέπω κανενός το μέλλον να είναι φωτεινό”, απαντά απαισιόδοξα. “Μμμ ναι”, λέω στο ίδιο ύφος και χαμηλώνω το βλέμμα. Έπειτα χώνω το τσιγάρο στα χείλη μου, αρπάζω τα πράγματα μου με το ένα χέρι και με το άλλο ανοίγω την πόρτα μου. Με το τσιγάρο στο στόμα τον ευχαριστώ που με έφερε, βγαίνω από το αμάξι και κλείνω την πόρτα πίσω μου. Πριν κάνω το πρώτο βήμα για να φύγω, ακούω τον Χάρη να με φωνάζει: “Νίκο”. Βάζω το τσιγάρο στο ελεύθερο χέρι και σκύβω στο ανοιχτό παράθυρο του συνοδηγού για να μάθω τι με θέλει. “Μια μέρα θα τα θυμόμαστε αυτά και θα γελάμε”, μού λέει και χαμογελά. Δεν απαντάω κάτι και απλά του χαμογελάω και εγώ. Κάνω πίσω, σηκώνω κεφάλι και προχωρώ για το σπίτι μου, την ίδια ώρα που ο Χάρης βάζει μπρος και ξεκινάει για το δικό του.

“Ελπίζω έτσι να γίνει”, μονολογώ όπως προχωρώ και πετάω το τσιγάρο μου στο δρόμο, γνωρίζοντας ότι αυτό είναι το τελευταίο μου.

Σχολιάστε