Delusions of grandeur. Μέρος 2ο

 Οι δέκα μέρες περνάνε γρήγορα, γιατί έχω ενδιάμεσα και άλλες παραστάσεις, που πάνε επίσης καλά. Η αυτοπεποίθηση μου είναι στα ύψη. Δεν κρατιέμαι. Ανυπομονώ να γνωρίσω την αποθέωση. Κουτσοχώρι είμαι ο Τζένγκις Χαν της κωμωδίας και έρχομαι να σε κατακτήσω.

 Βρισκόμαστε από νωρίς με τον Χάρη. Θέλω να είμαι εκεί αρκετά πριν την έναρξη, για να δω παύλα επιθεωρήσω το μαγαζί και να ανέβω στη σκηνή, για να νιώσω τον χώρο και τα “vibes” του. Οι μαλακίες που λέω καμιά φορά στον εαυτό μου.

 Η διαδρομή είναι εύκολη. Έτσι και αλλιώς δεν οδηγώ εγώ, αλλά ο Χάρης. Το διασκεδάζουμε. Παίρνουμε τις καφεδάρες μας και φορτώνουμε το mp3 player με Lewis Black, για να βρισκόμαστε σε κλίμα stand up. Ο Χάρης δεν τον έχει ακούσει ποτέ ιδιαίτερα και τον γουστάρει άσχημα τώρα που τον ακούει καλά. Γελάει σε κάθε ατάκα. Η απόφαση να ακούσουμε Lewis Black ήταν, φυσικά, δική μου. Πόσο περήφανος νιώθω για τα γούστα μου!

 Λίγο έξω από το κουτσοχώρι παίρνω τηλέφωνο τον Ανέστη για οδηγίες. Δεν είναι αρκετά σαφής και χανόμαστε. Καλή αρχή. Το μόνο που έχω συγκρατήσει είναι κάτι για ένα σχολείο και μια εκκλησία. Ξαναπαίρνω τηλέφωνο. Ρωτάω ποιό σχολείο, μου λέει “ένα έχουμε”. Ρωτάω ποιά εκκλησία, μου λέει “τη μεγάλη. Ούτε την έτσι, ούτε την αλλιώς, αλλά τη μεγάλη”. Αρχίζουμε να παίρνουμε χαμπάρι ότι ήρθαμε σε ένα μέρος με ένα σχολείο και τρεις εκκλησίες. Ξαφνικά ξεκινάω να σκέφτομαι ότι ίσως τελικά να μην ήταν και η καλύτερη ιδέα που είχα ποτέ.

 Βρισκόμαστε στη μέση της άνοιξης. Η μέρες είναι σχετικά μικρές και νυχτώνει από νωρίς. Αν και φτάνουμε νωρίς στο κουτσοχώρι έξω είναι νύχτα. Αυτό που κάνει εντύπωση σε μένα και τον Χάρη είναι ότι, παρόλο που είναι νύχτα, κόσμος και κοσμάκης βγαίνει από τις εκκλησίες. Ωχ. Κανείς από τους δυο μας δεν μπήκε στον κόπο να δει το ημερολόγιο. Είπαμε: ασήμαντες λεπτομέρειες. Θυμόμαστε ξαφνικά ότι είναι η Παρασκευή πριν την μεγάλη εβδομάδα και στις εκκλησίες ακόμη λένε τους χαιρετισμούς. Όλος αυτός ο κόσμος που βγαίνει από τις εκκλησίες παίζει απόψε να είναι το κοινό μας. Τη γαμήσαμε!

 Ο Χάρης πρέπει να πετάξει από το κείμενο του οτιδήποτε έχει να κάνει με θρησκεία. Εγώ σκέφτομαι ότι το μισό μου κείμενο είναι αφιερωμένο στα ναρκωτικά και κυρίως τον μπάφο. Συνειδητοποιούμε τι θέλουμε να πούμε και το είδος των ανθρώπων στους οποίους πάμε να τα πούμε. Η άποψη ότι τελικά ίσως και να μην ήταν η καλύτερη ιδέα που είχα, ενισχύεται όλο και πιο πολύ.

 Φτάνουμε στο μαγαζί. Δε βλέπω ιδιαίτερη κίνηση. “Λογικό. Είναι όλοι στην εκκλησία” σκέφτομαι και με πιάνει κατάθλιψη. Ο Χάρης φεύγει για να βρει να παρκάρει. Εγώ κατεβαίνω απ’το αμάξι και ξεκινάω να μπω. Όπως το κοιτάω απ’έξω μου κάνει κάτι σε συνδυασμό ανάμεσα σε bar κάθετος club κάθετος κωλόμπαρο. “Τουλάχιστον δεν έχει και το “καφετέρια” μέσα”, μονολογώ. Στην είσοδο υπάρχει μόνο μια κακοφτιάγμενη αφίσα να ενημερώνει για το event. Φαντάζομαι πως η λέξη promotion τους είναι άγνωστη. Λίγο πριν σπρώξω την πόρτα προσέχω μια λεπτομέρεια στην αφίσα. Την ώρα έναρξης. Είναι λέει στης έντεκα. Τι σκατά; Γιατί τόσο αργά; Δε σκοπεύαμε να μείνουμε στο κουτσοχώρι, αλλά να γυρίσουμε Σαλόνικα μόλις τελειώσει η παράσταση. Αυτό θα μας έδινε τη δυνατότητα να φτάσουμε σε μία σχετικά φυσιολογική ώρα στη βάση μας και αν βαστούσανε και τα πόδια μας να γιορτάζαμε τον επικείμενο θρίαμβο μας. Αυτό τα αλλάζει όλα. Εγώ και οι γαμωιδέες μου.

 Μπαίνω και μελετάω τον χώρο. Μου φαίνεται εντάξει. Αρκετά μεγάλο το μαγαζί. Υπάρχει ένα παραβάν μπροστά από αυτό που υποθέτω είναι η σκηνή και μάλλον έχει το ρόλο της αυλαίας. Η σκηνή βρίσκεται στη κεφαλή του γάμμα που κάνει το μπαρ. Μοιάζει κάπως χωμένη, με μια κολονίτσα που ανεβαίνει από την γωνία του μπαρ προς την οροφή να εμποδίζει μερικώς την ορατότητα, αλλά δε με πειράζει, γιατί φαίνεται αρκετά μεγάλη και σε σημείο που θα φαινόμαστε σχεδόν από παντού. Μου αρέσει που βλέπω οτι χρειάζεται να ανέβεις τρία σκαλοπατάκια για να βρεθείς στη σκηνή. Έτσι θα βρίσκομαι εκεί που μου αξίζει: ψηλότερα απ’ όλους.

 Μέσα στο μαγαζί υπάρχουν μόνο δυο άνθρωποι. Μία κοπέλα πίσω απ’ το μπαρ που το ετοιμάζει και ένας τύπος σε ένα στάντ που υποθέτω ότι είναι ο Ανέστης. Πηγαίνω και συστήνομαι. Αυτός είναι. Πιάνουμε κουβέντα. Τίποτε ιδιαίτερο. Πώς ήταν η διαδρομή, αν δυσκολευτήκαμε να βρούμε το μαγαζί, πού είναι ο Χάρης, πώς είναι ο καιρός στη Θεσσαλονίκη. Ο Χάρης φτάνει λίγα λεπτά αργότερα. Πιάνουν την ίδια κουβέντα. Τα τυπικά μιας πρώτης γνωριμίας.

 Αφού τελειώνουμε με τις τυπικότητες, έρχεται η ώρα να μιλήσουμε για την παράσταση. Του εξηγούμε τι περίπου θα κάνουμε και ποια θα είναι η σειρά. Θα βγω πρώτος, μετά ο Χάρης, μετά θα έχει διάλειμμα. Θα ξαναβγεί μετά το διάλειμμα ο Χάρης και στο τέλος θα κλείσω εγώ την παράσταση. Έτσι αποφασίσαμε στη διαδρομή.

 Οι περισσότεροι κωμικοί φοβούνται να βγουν πρώτοι. Ο λόγος είναι ότι το κοινό στην Ελλάδα, στην πλειοψηφία του τουλάχιστον, ακόμη δεν είναι εξοικειωμένο με το stand up comedy, ως μορφή τέχνης και διασκέδασης και στην αρχή των παραστάσεων είναι συνήθως κρύο και καμιά φορά φοβισμένο. Ακόμη και ένα καλό set μπορεί να πάει άπατο καμιά φορά. Ένα κακό μπορεί να καταδικάσει ολόκληρη την παράσταση, αν ο επόμενος κωμικός δεν καταφέρει να γυρίσει την κατάσταση. Είναι ένας πολύ λογικός φόβος. Όχι όμως ένας που έχω εγώ εκείνη την μέρα. Νιώθω ατρόμητος στη γνώση οτι θα με λατρέψουν. Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθα μέχρι που φτάσαμε.

 Ενώ συνεχίζουμε να μιλάμε για τις λεπτομέρειες της παράστασης, ρωτάω δειλά δειλά τον Ανέστη αν θα υπάρξει πρόβλημα με κάποιο από τα θέματα που σχεδιάζουμε να σχολιάσουμε. Συγκεκριμένα για το θέμα των ναρκωτικών, που με ενδιαφέρει και άμεσα. Γελάει και μου λέει να μην ανησυχώ, γιατί: “όλοι παίρνουν από κάτι εδώ πέρα”. Σκέφτομαι πως είναι λογικό. Πώς αλλιώς να την παλέψεις σε ένα τέτοιο μέρος. Ο Χάρης που είναι πιο προσγειωμένος από μένα, έχει μερικές ακόμη απορίες σχετικά με το είδος του κόσμου που μαζεύει συνήθως το μαγαζί. Ο Ανέστης τον καθησυχάζει και αυτόν και περιχαρής του ανακοινώνει πως: “τους έχω εκπαιδευμένους”. Με τον Χάρη κοιταζόμαστε. Μας εξηγεί τι εννοεί λέγοντας μας για τα συχνά event στο μαγαζί του και τα διάφορα μουσικά σχήματα που έχει προσκαλέσει κατά καιρούς. Ένα από αυτά τυγχάνει να είναι δυο γνωστοί μου και πιάνουμε τη σχετική κουβέντα. Η όλη συζήτηση μας καθησυχάζει. Κάπως.

 Συζητάμε ό,τι είναι να συζητήσουμε και έρχεται η ώρα για πιο πρακτικά ζητήματα: sound check. Το αναφέρουμε στον Ανέστη. “Κανένα πρόβλημα”, μας λέει. “Βγάλτε τα εργαλεία σας”, συνεχίζει. Πνίγω την αρχική μου παρόρμηση να αρχίσω να ξεκουμπώνω το παντελόνι μου και βγάζω το μικρόφωνο μου. Ο Ανέστης μας ρωτάει που έχουμε τα καλώδια μας. Με τον Χάρη κοιταζόμαστε. Τόσην ώρα μας έλεγε για τα events που έχει κάνει στο μαγαζί του και δεν έχει ένα γαμημένο καλώδιο; Εμείς περιμέναμε από τον Ανέστη να έχει τον απαραίτητο εξοπλισμό, αυτός περίμενε από μας. Ωραία συνεχίζουμε. Ο Ανέστης, αφού παραμένει για λίγο σκεπτικός, πηγαίνει να πάρει το κινητό του. Αφού δοκιμάζει διάφορα τηλέφωνα, μας ενημερώνει πως όλα είναι υπό έλεγχο και το θέμα κανονίστηκε. Θα έχουμε σύντομα το καλώδιο μας.

 Ο Χάρης αποφασίζει να εκμεταλλευτεί την αναμονή δουλεύοντας πάνω στο κείμενο του. Ξεκινάω να κάνω το ίδιο, αλλά βαριέμαι γρήγορα. Πηγαίνω προς το μπαρ να πάρω κάτι να πιω και να πιάσω κουβέντα με την μπαργούμαν. Της παραγγέλνω μια coca cola, γιατί δε μου αρέσει πριν από τις παραστάσεις μου να πίνω …πολύ. Μου φέρνει την coca cola μου και προσπαθώ να της μιλήσω. Εκείνη απαντάει μονολεκτικά και αδιάφορη μου γυρίζει την πλάτη της και αφοσιώνεται στις δουλειές της. Θέλω να σκαρφαλώσω πάνω στο μπαρ, να την αρπάξω από τους ώμους της και όταν θα την γυρίσω προς το μέρος μου, να της φωνάξω: “ξέρεις ποιος είμαι εγώ μωρή;”. Δεν το κάνω όμως γιατί πολύ γρήγορα αντιλαμβάνομαι ότι, προφανώς και δεν ξέρει ποιος είμαι. Ούτε αυτή, ούτε κανείς άλλος εδώ γύρω. Και γιατί να ξέρουν άλλωστε; Ζω χιλιόμετρα μακριά και το μόνο που κάνω είναι να ανεβαίνω σε μια σκηνή με ένα μικρόφωνο, να πετάω πέντε εξυπνάδες, με τις οποίες καμιά φορά ο κόσμος γελάει και να κατεβαίνω μετά από τη σκηνή, με το παραμύθι να τελειώνει εκεί. Πουτάνα πραγματικότητα, πως με ξενερώνεις κάθε φορά. Παίρνω την coca cola μου και γυρίζω στον Χάρη να κοιτάξω και εγώ το κείμενο μου, όσο περιμένουμε το καλώδιο μας. Μπορώ πάντα να δοκιμάσω να της μιλήσω μετά την παράσταση. Τότε θα ξέρει ποιος είμαι και τι κάνω.

 Μισή ώρα αργότερα ένας πιτσιρικάς γύρω στα δεκαοχτώ μπαίνει στο μαγαζί. Πίσω του ακολουθούν άλλοι δύο συνομήλικοι του. Ο πιτσιρικάς έχει καλώδια μαζί του. Πηγαίνει προς τον Ανέστη και τον βοηθά να τα συνδέσει στην κονσόλα. Μόλις τελειώνει πηγαίνει να βρει τους φίλους του που ήδη έχουν κάτσει στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Ο Χάρης ανεβαίνει στη σκηνή για το sound check. Πάει να μιλήσει. Τίποτε. Ο Ανέστης πίσω από την κονσόλα φαίνεται να μην έχει ιδέα τι κάνει και δοκιμάζει διακόπτες και ποτενσιόμετρα, στην προσπάθεια του να κάνει το μικρόφωνο να δουλέψει. Με δυσκολία κρατιέμαι απ’το να δείξω την απογοήτευση μου για την κατάσταση, φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο μου. Ο Ανέστης χρειάζεται περίπου δέκα λεπτά για να βρει τις σωστές ρυθμίσεις. Ο Χάρης μιλάει στο μικρόφωνο και εγώ τρέχω από τη μια γωνία του μαγαζιού στην άλλη, προσποιούμενος ότι γνωρίζω τι κάνω. Τι σκατά ξέρω εγώ από ήχο; Αφού ακούω τον Χάρη, για μένα είναι όλα εντάξει. Παρόλαυτά, κάθε φορά που είμαι και σε μια διαφορετική γωνιά του μαγαζιού και ο Χάρης με ρωτάει πως ακούγεται, εγώ σηκώνω τον αντίχειρα μου, δείχνοντας ότι όλα καλώς, ελπίζοντας να μη λέω μαλακίες.

 Αφού ο Χάρης λέει τα δικά του, με ρωτάει αν θέλω να ανέβω στη σκηνή να δοκιμάσω και εγώ τον ήχο με τη σειρά μου. Τη μισώ αυτή τη διαδικασία. Αισθάνομαι πάντα γελοίος να στέκομαι μπροστά σε ένα άδειο μαγαζί, χωρίς να λέω τίποτε ουσιαστικό, απλά επαναλαμβάνοντας τις ίδιες λέξεις. Αλλά ανεβαίνω πάραυτα, αν και απρόθυμα, ελπίζοντας ότι ο Χάρης έχει καλύτερο αφτί από μένα. Ανεβαίνω και όπως πάντα δεν έχω τίποτε να πω. Μετράω από το ένα ως το τέσσερα, επαναλαμβάνω άκυρες λέξεις όπως: “σκατά”, “τέστ”, “ψωλές” και ξαναμετράω ως το τέσσερα. Οι πιτσιρικάδες στο πίσω μέρος φαίνεται να απολαμβάνουν την αθυροστομία μου και χασκογελάνε σε κάθε μπινελίκι. “Εύκολο κοινό”, σκέφτομαι και βρίσκω ευκαιρία να τους προσκαλέσω σε ένα από τα μπροστινά σταντάκια. Είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να υπακούσουν, αφού έρχονται χωρίς δεύτερη σκέψη. Σκέφτομαι ότι ήδη κέρδισα τρία άτομα. Μένουν άλλα εκατό περίπου. Αν έρθουν.

 Μένει τώρα να δούμε και τον φωτισμό της σκηνής. Υποτίθεται ότι είναι σημαντικό να βλέπει ο κόσμος τις εκφράσεις στο πρόσωπο ενός κωμικού. Πάντα με εκνεύριζε αυτό όταν το άκουγα. Δουλεύω με τις ιδέες και το λόγο μου, γαμώ τα κέρατα μου τα τράγια. Τι σκατά χρειάζεται να βλέπουν τα μούτρα μου; Αν ο κόσμος θέλει να δει γκριμάτσες ας φωνάξει κλόουν. Εγώ είμαι κωμικός. Παρόλαυτά σκέφτομαι ότι εδώ που ήρθαμε κάθε βοήθεια θα είναι για καλό, οπότε δε γαμιέται.

 Όπως με τον ήχο, έτσι και με τα φώτα ο Ανέστης δοκιμάζει διακόπτες και ποτενσιόμετρα. Του παίρνει και πάλι περίπου δέκα λεπτά να βρει τις ρυθμίσεις. Το φως ανοίγει και καρφώνεται ακριβώς μέσα στα μάτια μου και με τυφλώνει αμέσως. Γαμώ το ύψος μου. Ακούω γέλια τριγύρω μου, ενώ τρίβω τα μάτια μου, μήπως και ξετυφλωθώ. Όταν τα ανοίγω πάλι, βλέπω ότι το φως που πέφτει πάνω μου είναι ένα απαλό ροζ. Πρώτα κοιτάω τον Χάρη και μετά τον Ανέστη με ύφος “πλάκα μου κάνετε”. Ο Ανέστης χαμογελώντας ακόμη, μου λέει να περιμένω λίγο μέχρι να βρει το σωστό χρώμα. Το φως πρώτα αλλάζει σε πράσινο και μετά από λίγο σε γαλάζιο. Μετά δυο-τρία μαζί. “Ηλίθιε”, σκέφτομαι, “αυτά δεν είναι φώτα σκηνής. Είναι φώτα για club”. Περιμένω από στιγμή σε στιγμή να δω και ντισκομπάλα. Σκέφτομαι πόσο γελοίος θα φαίνομαι όταν θα μιλάω στον κόσμο για τους μπάφους που πίνω, με ένα υπέροχο απαλό ροζ να φωτίζει τα μούτρα μου. Ξαφνικά θέλω να βάλω τα κλάματα. Ο Ανέστης μετά από λίγες προσπάθειες βρίσκει το λευκό φως. Ανακουφίζομαι, αλλά για λίγο. Είναι τόσο έντονο που με το ζόρι καταφέρνω να έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Δε γίνεται να κοιτάω προς τα πλάγια, αλλά κάθε φορά που θα κοιτάω προς το κοινό, θα είμαι λες και αγναντεύω στο πέλαγος. Να γαμηθεί. Θα βρω τρόπο αργότερα. Ο Χάρης που ανεβαίνει και αυτός για να δούμε πως θα φαίνεται στο φως, δεν έχει τα ίδια προβλήματα με μένα. Λογικό. Του ρίχνω ενάμιση κεφάλι του καργιόλη. Γαμώ το ύψος μου.

 Με τον Χάρη δίνουμε το οκ στον Ανέστη για τις ρυθμίσεις. Όλα είναι καλά. Η’ τουλάχιστον όσο καλύτερα γίνεται. Ο Ανέστης, αφήνει την κονσόλα, βγαίνει από το μπαρ και έρχεται προς το μέρος μας. Τραβάει το παραβάν που είναι πίσω από τη σκηνή και μας προσκαλεί σε αυτό που περιχαρής ονομάζει παρασκήνια. Επί της ουσίας είναι το πίσω μέρος του μαγαζιού, απλά χωρισμένο από το υπόλοιπο με ένα παραβάν/κουρτίνα. Έμοιαζε να λειτουργεί πλέον ως αποθηκευτικός χώρος. Τραπέζια, καρέκλες και χαρτόκουτες βρίσκονται τέρμα πίσω και δυο καναπέδες με ένα τραπεζάκι πιο μπροστά είναι αυτό που ο Ανέστης ονομάζει παρασκήνια.

Δε γαμιέται”, σκέφτομαι. Χίλιες φορές καλύτερα από το να καθόμαστε στην άκρη του μπαρ, με χαρτιά και σημειώσεις τριγύρω μας, όπως γινόταν συνήθως. Πριν κάτσουμε του ζητάω πρώτα να μου δείξει που είναι η τουαλέτα. Δείχνει με το χέρι του προς τα πίσω μου. Το πίσω μου εκείνη την ώρα ήταν προς τα δεξιά της σκηνής(έτσι όπως θα ήταν το δεξιά αν ήσουν πάνω στη σκηνή με μέτωπο προς το κοινό). Με τον Χάρη κοιταζόμαστε και πάλι. Τον ρωτάμε αν έχει άλλη τουαλέτα το μαγαζί. Σιγά μην είχε. Όποιος αποφασίσει ότι θέλει να πάει για κατούρημα θα πρέπει να περάσει από τη σκηνή. Το αναφέρουμε στον Ανέστη. Αυτός με αφέλεια μας ρωτάει αν νομίζουμε οτι θα ήταν πρόβλημα αυτό. Αφήνω το Χάρη να συζητήσει το προφανές μαζί του και πηγαίνω να κατουρήσω. Προσπαθώ να διώξω από το μυαλό μου, την εικόνα κάποιου να τρέχει βιαστικά προς την τουαλέτα, με το χέρι στα παπάρια του, περνώντας από δίπλα μου την ώρα που εγώ θα κάνω παράσταση. Μάταια. Τώρα είμαι σίγουρος. Σίγουρα δεν ήταν η καλύτερη ιδέα που είχα ποτέ.

 Κάνω τη δουλειά μου στην τουαλέτα, ρίχνω λίγο νερό στα μούτρα μου και πηγαίνω κατευθείαν προς το μπαρ να πάρω μια μπύρα. Τη χρειάζομαι. Παίρνω την μπύρα και επιστρέφω στα παρασκήνια. Ο Χάρης κάθεται στον ένα καναπέ με σημειώσεις και χαρτιά μπροστά του. Δεν τολμώ να τον ρωτήσω τι σκέφτεται για την κατάσταση. Με κοιτάει και σηκώνοντας τους ώμους μου, απλά περιορίζομαι να του πω ότι θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Με κοιτάει σα να είμαι ηλίθιος. Πιθανότατα να έχει και δίκιο. Τραβάω μερικές γουλιές από την μπύρα μου. Έχουμε άλλη μιάμιση ώρα μέχρι να ξεκινήσει η παράσταση. Τώρα δεν γίνεται να αλλάξει κάτι. Αποφασίζω να κοιμηθώ για λίγο. Ξαπλώνω στον καναπέ και του λέω να με ξυπνήσει σε μία ώρα.

1 σκέψη στο “Delusions of grandeur. Μέρος 2ο”

Σχολιάστε