Delusions of grandeur. Μέρος 3ο

Αρχίζω να βγαίνω από τον ύπνο. Μέσα στη θολούρα μου αντιλαμβάνομαι ότι ο Χάρης είναι κάπου γύρω μου και μιλά σε κάποιον. Ανοίγω τα μάτια μου να δω σε ποιόν. Είναι ο Ανέστης. Στέκεται όρθιος, σχεδόν από πάνω μου και μου χαμογελά. Θέλω να τον κλοτσήσω στα παπάρια. Μετά θυμάμαι ότι είναι αυτός που θα μας πληρώσει και κρατιέμαι.

 Δεν αντέχω να ξυπνάω και να μου χαμογελάνε. Ας είναι όποιος θέλει. Η (εκάστοτε) γκόμενα μου, η μάνα μου, ο Χριστός ο ίδιος, εγώ θέλω να τους πυροβολήσω. Ο λόγος είναι απλός. Όσο κοιμόμουν, ονειρευόμουν. Ίσως να έβλεπα ότι πετάω ή ότι πηδάω την Milla Jovovich, ή ότι κυβερνάω τον κόσμο και όλοι υποκλίνονται μπροστά μου, ή όλα τα παραπάνω ταυτόχρονα. Ό,τι και να έβλεπα στο όνειρο μου, αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα στην οποία αναγκάζομαι να επιστρέψω και που συνήθως είναι για τον πούτσο. Η επιστροφή μου στην πραγματικότητα δεν είναι λόγος για χαμόγελα. Άντε γαμήσου στην τελική.
Ανασηκώνομαι με δυσκολία. Αναρωτιέμαι πόση ώρα κοιμόμουν και αρπάζω την μπύρα μου. Προφανώς αρκετή ώρα για να γίνει η μπύρα κάτουρο. Πνίγω μια αρχική παρόρμηση να τη φτύσω στα μούτρα του Ανέστη, που συνεχίζει να χαμογελά, και καταπίνω με δυσκολία τη γουλιά.
Σηκώνομαι και ανακοινώνω, σε κανέναν συγκεκριμένα, ότι πάω να πάρω μια άλλη μπύρα. Βγάζω το κινητό από την τσέπη μου, για να ελέγξω την ώρα. Απέχουμε μισή ώρα από την ώρα έναρξης. Προετοιμάζομαι ψυχολογικά, πριν ανοίξω το παραβάν, για τη λαοθάλασσα που ήρθε να με αποθεώσει. Απλώνω στα μούτρα μου ένα χαμόγελο το οποίο παγώνει τη στιγμή που βγάζω το κεφάλι μου από το παραβάν. Σκατά λαοθάλασσα. Το μέρος είναι όπως το άφησα. Η παρέα με τα 18χρονα, η σερβιτόρα, ένας παππούς σε μια γωνία και τέσσερις ψωλαράιοι που κάθονται κατά μήκος του μπαρ. Έτσι όπως κάθονται με σειρά ύψους, μου θυμίζουν τους daltons. Πηγαίνω στην άκρη του μπαρ και στέκομαι δίπλα στον πιο κοντό από τους τέσσερις. Σκέφτομαι πόση πλάκα θα είχε να τον χτυπούσα στην πλάτη φωνάζοντας: “τι χαμπάρια ρε Τζό;”. Αποφασίζω – πολύ σοφά – ότι καλύτερο θα ήταν να βγάλω το σκασμό και απλά να παραγγείλω την μπύρα μου. Δίνω την παραγγελία και περιμένω. Όσο περιμένω, νιώθω το βλέμμα του πάνω μου. Γυρνάω να τον κοιτάξω και χαμογελάω φιλικά. Αυτός δεν ανταποδίδει ποτέ το χαμόγελο και αφού με κοιτάζει μια φορά από πάνω μέχρι κάτω μου λέει: “εσύ δηλαδή τώρα θα μας πεις ανέκδοτα;”. Η ξινίλα στα μούτρα του, την ώρα που με ρωτάει, είναι παραπάνω από εμφανής. Θέλω αρχικά να του εξηγήσω ότι δεν λέω ανέκδοτα όταν ανεβαίνω στη σκηνή και πως πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό. Μετά σκέφτομαι να του πω ότι άλλαξα γνώμη και δε θα ανέβω ποτέ στη σκηνή, αφού θα βρίσκεται αυτός στο κοινό. Επικεντρώνομαι όμως στην ξινίλα στα μούτρα του.
Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντάω αυτού του είδους την ξινίλα, ιδιαίτερα όταν βρίσκομαι για παράσταση στην επαρχία. Δεν το καταλαβαίνω. Διαφεύγει εντελώς της λογικής μου. Εγώ έχω έρθει για να σε κάνω να γελάσεις και συ με κοιτάς σα να σου γάμησα τη μάνα. Θα καταλάβαινα αυτό το ύφος μετά την παράσταση και αφού τα έχω κάνει σκατά, ή έχω πει κάτι που σε ενόχλησε, ή σε προσέβαλε. Αλλά πριν; Πριν; Γιατί γαμώτη μου; Πόσο μίζερη πρέπει να είναι η ζωή σου, ώστε η σκέψη και μόνο κάποιου που μπορεί και να σε κάνει να σκάσεις ένα χαμόγελο σε ξενερώνει; Είναι που προτιμάς τη μιζέρια σου; Είναι που σε χαλάει να μην είσαι το κέντρο της προσοχής για ένα βράδυ; Είναι που θα στερηθείς τον τίτλο του “γαμάω” του χωριού για ένα βράδυ; Είναι που σου χαλάω τη ρουτίνα;
Προφανώς και κρατάω αυτές τις ερωτήσεις για τον εαυτό μου. Γιατί ο τύπος δε με αντιμετωπίζει μόνο με ειρωνεία, αλλά και με αρκετή δόση έχθρας. Φαίνεται στο ύφος του σα να ψάχνει για αφορμή να με αρχίσει στις μάπες. Μισή ώρα πριν την παράσταση δε θέλω να του τη δώσω, οπότε το βουλώνω, πετάω ένα ξερό “ναι” και αρπάζοντας σχεδόν την μπύρα από τα χέρια της σερβιτόρας, εξαφανίζομαι.
Πίσω στα παρασκήνια εκφράζω στον Ανέστη την ανησυχία μου για την έλλειψη κόσμου. Μου λέει να μην ανησυχώ. Έτσι κάνουν εδώ στο κουτσοχώρι. Μου εξηγεί πως στον τόπο τούτο, πρώτα πάνε στα σκυλάδικα, πίνουν τον κώλο τους και αφού γίνουν ντίρλα συνεχίζουν τη βραδινή τους έξοδο στα υπόλοιπα πιο νορμάλ (όσο μπορούν να είναι σε αυτό το μέρος) μαγαζιά. Ο Ανέστης φαίνεται να το θεωρεί πολύ φυσιολογικό όλο αυτό, την ώρα που εμείς με τον Χάρη, για άλλη μια φορά, κοιταζόμαστε σα μαλάκες. Το κοινό μας θα είναι (θρησκευόμενοι – μην το ξεχνάμε) σκυλοχωριάτες, που σε ό,τι αφορά στο θέμα κωμωδία, στην καλύτερη να έχουν δει Σεφερλή. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι τι άλλο θα μπορούσε να πάει στραβά, γιατί δε θέλω να δίνω ιδέες στο σύμπαν. Γαμώ το σπίτι του Κοέλιο ένα πράμα.
Όσο εγώ συγχύζομαι που δε θα έχω το κοινό που μου αξίζει, ο Χάρης έχει να ασχοληθεί με πιο πρακτικά ζητήματα. “Δηλαδή, τι ώρα υπολογίζεις να ξεκινήσουμε;” ρωτάει τον Ανέστη. “Ε …δώδεκα παρά, δώδεκα ακριβώς” απαντά και φεύγει γιατί τον φωνάζουν από έξω.
Αν γινόταν να σκοτώσεις κάποιον με το βλέμμα σου, θα ήμουν ήδη στο πάτωμα. Ευτυχώς για μένα αυτό δε συμβαίνει, κάτι που όμως δεν αποτρέπει τον Χάρη από το να συνεχίζει να προσπαθεί να το πετύχει. Έχει κάθε δίκιο να είναι νευριασμένος. Με την έναρξη της παράστασης να μεταφέρεται 2 ώρες πιο αργά απ’ ότι αρχικά υπολογίζαμε, ο Χάρης θα αναγκαστεί να οδηγήσει μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Και αυτό χωρίς καμία βοήθεια από μένα, γιατί αν και είμαι κάτοχος διπλώματος οδήγησης, έχω να πιάσω τιμόνι στα χέρια μου από τη μέρα που το απέκτησα. Ίσως γιατί μια μέρα αποφάσισα πως όλοι οι υπόλοιποι μπορούν να είναι προσωπικοί μου σοφέρ.
Προσπαθώ να σώσω την κατάσταση, τουλάχιστον να την ευθυμήσω. Γυρίζω προς τον Χάρη και χαμογελώντας κάπως αδιάφορα του λέω: “χεχ, μάλλον δε θα κάτσουμε για το after party”. Δε σώζω τίποτε. Ο Χάρης γουρλώνει τα μάτια και με κοιτάει με ύφος που φωνάζει “σοβαρά; νομίζεις;”. Κάνω ένα βήμα πίσω, σηκώνοντας τα χέρια μου με τις παλάμες μου να τον αντικρίζουν, σα να παραδίνομαι. Αποφασίζω ότι ήρθε η ώρα να βγάλω το σκασμό. Κάθομαι στον καναπέ και σκύβω πάνω απ’ τα χαρτιά μου. Με τόσα που έχουν πάει κατά διαόλου απόψε, τουλάχιστον ας έχω προετοιμάσει σωστά το κείμενο μου.

Σχολιάστε