Delusions of grandeur. Μέρος 4ο

Η ώρα είναι ήδη έντεκα και τέταρτο. Με το ρυθμό που κατεβάζω τις μπύρες, την ώρα που θα είναι να ξεκινήσει η παράσταση δε θα μπορώ να μιλήσω στον εαυτό μου, πόσο μάλλον σε κόσμο. Έχω ανέβει στη σκηνή μεθυσμένος κάποτε και ως γεγονός δεν έχει καταχωρηθεί στις καλύτερες των αναμνήσεων μου. Μιλούσα με μια λέξη ανά δυο λεπτά. Επιπλέον, νιώθω ήδη κουρασμένος και νυστάζω, παρόλο που κοιμήθηκα. Ο Χάρης ακόμη περισσότερο. Οδήγησε τέσσερις ώρες και δεν ξεκουράστηκε ποτέ. Εξετάζουμε τις επιλογές μας. Αν το ξεκινήσουμε τώρα, θα αρχίσουμε μια παράσταση που δεν έχει κόσμο και διατρέχουμε τον κίνδυνο, αν ισχύουν όσα λέει ο Ανέστης, να αρχίσει η είσοδος του κόσμου την ώρα που θα βρίσκεται ένας εκ των δυο μας στη σκηνή. “που να κάτσουμε;”, “να εδώ”, “όχι εδώ”, “εδώ είναι καλύτερα”, “τι θα πάρετε;”, “τι έχετε;”, “αυτό, εκείνο, το άλλο, το παράλλο”, “θα πάρω αυτό”, “λυπάμαι, δεν το έχουμε σήμερα”, “εντάξει κείνο τότε”, “ορίστε τα ποτά σας”, “Ευχαριστώ. Να σε πω ρε κοπελιά, ο ψηλός με το μικρόφωνο τι κάνει εκεί;”, “κάνει σταντ… κάνει στεντ… κάνει στουντ …κάνει αστεία”. Αυτός θα ήταν ένας πιθανός διάλογος και ακόμη πιο πιθανό θα ήταν ότι ο διάλογος θα γινόταν σε κανονική έως δυνατή ένταση φωνής, γιατί στα αρχίδια μας η διακριτικότητα και κυρίως ο κωμικός.

Η άλλη επιλογή είναι να εμπιστευτούμε τα λεγόμενα του Ανέστη και όταν θα έχει έρθει ο κόσμος, κάπου στης δώδεκα να ξεκινήσουμε. Σε αυτή την περίπτωση όμως, θα πρέπει να περιμένουμε, όχι μόνο να μπουν, αλλά να κάτσουν, να βολευτούν, να ενημερωθούν για το τι γίνεται, να παραγγείλουν, να πάρουν την παραγγελία τους και να ελπίζουμε ότι αυτοί είναι οι τελευταίοι που εμφανίστηκαν στο μαγαζί, για να μην χρειαστεί να επαναλάβουμε την ίδια διαδικασία με τους επόμενους. Όλο αυτό θα τραβήξει την ώρα έναρξης, άρα και την ώρα λήξης, άρα θα βγούμε πολύ αργά, πολύ νυσταγμένοι και πολύ κουρασμένοι στο δρόμο, άρα διατρέχουμε τον κίνδυνο να βρεθούμε σε κάποιο χαντάκι, αναποδογυρισμένοι στη μέση του πουθενά.

Είμαστε ανάμεσα στον κίνδυνο να έχουμε μια κακή παράσταση και στο να έχουμε ατύχημα στο δρόμο. Αποφασίζουμε με τον Χάρη πως μια κακή παράσταση διορθώνεται αν είσαι αρτιμελής και ζωντανός. Από την άλλη το να πεθάνεις στην άσφαλτο είναι μια κάπως πιο μόνιμη κατάσταση. Αν είμαστε τυχεροί ο πολύς ο κόσμος θα εμφανιστεί την ώρα του διαλείμματος.

Ενημερώνουμε τον Ανέστη. Αυτός θα ήθελε να περιμένουμε. Εμείς επιμένουμε ότι η ώρα αναχώρησης μας ήδη έχει υπερβεί κατά πολύ την αρχική μας πρόβλεψη. Γεμάτος χαμόγελο μας λέει πως δεν είναι ανάγκη να φύγουμε, όλο και κάπου θα μας βολέψει και που θα βρούμε καλύτερα από το κουτσοχώρι. Όσο παρακολουθώ το χαμόγελο στα μούτρα του, συνειδητοποιώ πως ο καθαρός αέρας του χωριού τελικά δεν είναι για όλους. Για άλλους είναι μια φυσική μαστούρα που τους βοηθά να ζουν στην άγνοια του μικρόκοσμου τους και για άλλους είναι ο καταλύτης για να πάρουν ένα στυλό και να τον καρφώσουν στο μάτι των πρώτων. Το αφήνω στην κρίση του αναγνώστη να αποφασίσει σε ποια κατηγορία ανήκω.

Με τα πολλά και με τα λίγα, τον πείθουμε να ξεκινήσουμε την παράσταση άμεσα. Βγάζω το κεφάλι από το παραβάν και τσεκάρω πόσο κόσμο έχει. Το σκηνικό παραμένει σχεδόν ίδιο και δεν έχουν προστεθεί παρά μόνο άλλα τέσσερα άτομα στο κοινό. Ας είναι. Στέλνουμε τον Ανέστη πίσω από την κονσόλα να ανοίξει το μικρόφωνο που έχω πλέον στα χέρια μου για να ανακοινώσω ότι εντός ολίγου η παράσταση ξεκινά. Ο Ανέστης βάζει χέρι στα ποτενσιόμετρα και αμέσως ένας μακρόσυρτος μικροφωνισμός απλώνεται στο μαγαζί, κάνοντας τους πάντες να μορφάσουν από τον πόνο που ένιωσαν στα τύμπανα τους. Ψάχνοντας για τον μαλάκα που φταίει, όλοι γυρίζουν και κοιτούν προς το μέρος μου. Τουλάχιστον έχω την προσοχή τους. Ελέγχω δειλά δειλά το μικρόφωνο και επαναλαμβάνω τα καθιερωμένα “ένα, δύο” μέχρι να βεβαιωθώ ότι βρίσκομαι στη σωστή ένταση. Φοράω ένα μεγάλο χαμόγελο και απευθύνομαι στο κοινό μου: “Καλησπέρα”. Περιμένω λίγα δευτερόλεπτα για χειροκρότημα ή ένα καλωσόρισμα από τη μεριά τους, ή μια οποιαδήποτε αντίδραση. Τζιτζίκια. Ανακοινώνω ότι με λίγα λόγια ότι η παράσταση θα ξεκινήσει σε πέντε λεπτά. Περιμένω και πάλι για λίγο μήπως το κοινό δείξει ένα κάποιο ενθουσιασμό που επιτέλους θα ξεκινήσει το γεγονός για το οποίο μαζεύτηκαν στο συγκεκριμένο χώρο. Τζιτζίκια και πάλι. Κάνω μεταβολή και χώνομαι φουρκισμένος στα παρασκήνια.

“Εντάξει δεν είναι και το Wembley”, λέω του Χάρη που δεν απαντάει, αλλά με κοιτά με ένα ύφος που βασικά λέει: “Μπράβο. Και σου πήρε μόνο 4 ώρες να το πάρεις χαμπάρι”. Αργά ή γρήγορα με όρεξη ή χωρίς, τώρα είμαστε εδώ και έχουμε μια παράσταση να κάνουμε.

Ο Χάρης βγαίνει, με ανακοινώνει και βγαίνω στη σκηνή με χλιαρά χειροκροτήματα. Το φως είναι μέσα στο μούτρα μου και ανακαλύπτω πως δεν έχω σκεφτεί πώς να το αντιμετωπίσω. Απλά συνεχίζω. Κάνω μια χλιαρή αρχή. Είναι άβολο το όλο σκηνικό. Κανείς δεν είναι σίγουρος για ποιο ακριβώς λόγο βρίσκεται στο μαγαζί – εμένα συμπεριλαμβανομένου. Είναι αμήχανα, αλλά σιγά σιγά το κλίμα φτιάχνει. Λίγα γέλια εδώ, λίγα εκεί. Μια φορά όλοι μαζί, σε ένα αστείο για τη γιαγιά μου και τη στάνταρ προειδοποίηση τους να προσέχουμε, εμείς τα νέα παιδιά, στα μαγαζιά που πηγαίνουμε, μην βάλουν τίποτε στο ποτό μας. Όλοι εκτός από τους daltons φυσικά. Προσπαθώ να μην τους παρατηρώ, γιατί δε θέλω οι αντίδραση τους, ή για την ακρίβεια η έλλειψη αυτής, να με επηρεάσει . Ακόμη και όταν γυρνάω το κεφάλι μου προς τη μεριά του, το κάνω για να φαίνεται ότι απευθύνομαι σε όλο το κοινό. Δεν γνωρίζω κάποιου είδους αποθέωση, αλλά ούτε και φοβάμαι ότι θα με λιντσάρουν και, με εξαίρεση τους Daltons, το υπόλοιπο μαγαζί με αντιμετωπίζει το λιγότερο με συμπάθεια. Κλείνω τη σειρά μου με ένα αστείο που πάει άπατο, παρουσιάζω τον Χάρη και του παραδίδω το μικρόφωνο. Θα ήθελα να του έδινα πιο ζεστό κοινό, αλλά και έτσι είναι καλά και επιπλέον είναι αρκετά έμπειρος και με καλό υλικό, οπότε δε φοβάμαι για τη συνέχεια.

Σχολιάστε