Μια ιστορία απεξάρτησης.

Βασίλης. Ετών 37. Εθισμένος. Τον αφήνουμε να μας διηγηθεί την ιστορία του. «Στην αρχή το έλεγχα», μας λέει, «έπαιρνα τη δόση μου μια στο τόσο». Κάνει μια παύση και το πρόσωπο του σκοτεινιάζει, «Όλα άλλαξαν μετά το 2009. Έβρισκα όλο και πιο συχνά δικαιολογίες για να κάνω χρήση. Μια για το ένα, μία για το άλλο. Μόλις τελείωνα με τη μία, έψαχνα για την επόμενη. Ούτε οι διπλές δε μου έφταναν μετά από ένα σημείο. Γυρνούσα στους δρόμους σα το θεριό, ρωτώντας να μάθω από κόσμο για το πότε και το που», η φωνή του ραγίζει και σταματά. Δακρύζει και σφίγγει τις γροθιές του. Τον ρωτάμε μήπως θέλει να σταματήσουμε, να συνεχίσουμε άλλη φορά. Μας γνέφει όχι με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο σκουπίζει τα δάκρυα του. Χρειάζεται λίγα δευτερόλεπτα να βρει τη φωνή του «Δε τα λέω για μένα. Εμένα, άσε με, ξέχνα με πια. Για τα νέα τα παιδιά το λέω. Να προσέχουν, γιατί στις μέρες μας είναι πιο εύκολο να πέσεις στην παγίδα. Το έχουν κάνει πολύ εύκολο πια οι κουφάλες. Θα σου βρουν να πας όσο πιο κοντά στο σπίτι σου, θα σε πάνε, θα σε φέρουν, θα σου έχουν έτοιμα όλα τα συμπράκαλα σα φτάσεις. Κάποτε ζητούσαν χίλια δυο πράματα, τώρα φτάνει να εμφανιστείς και έγινες που λέει ο λόγος. Άστα.», γυρνά και κοιτά τον κόσμο στην ουρά. Το βλέμμα του πέφτει πάνω σε έναν γνωστό. Χαιρετιούνται σιωπηλά, σηκώνοντας λίγο τα κεφάλια τους. «Ο Μάκης», λέει γυρνώντας προς τα εμάς, «Καλό παιδί, αδερφός. Μαζί ξεκινήσαμε, αλλά εδώ οι δρόμοι μας χωρίζουν. Εγώ δε μπορώ να συνεχίσω άλλο», σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να σφίγγει πάλι τις γροθιές του, «Σας το ορκίζομαι, σήμερα ήταν η τελευταία φορά. Μα το Χριστό και την Παναγία, δε θα το κάνω ξανά. Θα τη σταματήσω αυτή τη βρομερή συνήθεια», το στυλό μέσα στα χέρια του έσπασε. Άνοιξε το χέρι και άφησε τα κομμάτια να πέσουν στο έδαφος. «Δε σε χρειάζομαι πια» μονολόγησε. ¨Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στο κτίριο, του γύρισε την πλάτη του και άρχισε να περπατά μακριά από το εκλογικό κέντρο της Νέας Δημοκρατίας, γυρεύοντας πλέον το δρόμο για το (εκλογικό) κέντρο απεξάρτησης.

Σχολιάστε